Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

ΓΙΟΡΤΕΣ - ΕΘΙΜΑ

Τα παλιά χρόνια, που δεν υπήρχαν μέσα αναψυχής όπως τώρα, οι άνθρωποι δεν παρέλειπαν καμμιά ευκαιρία για διασκέδαση τις μέρες που γιόρταζαν και δεν εργάζονταν. Δημιουργούσαν εκδηλώσεις με μουσικά όργανα, χόρευαν και τραγουδούσαν σε σπίτια και σε χοροστάσια του χωριού. Χοροστάσια ήταν οι πλατείες ή λιβάδια έξω από το χωριό. Από μια τέτοια γιορτή η παρακάτω φωτογραφία:

Με την ευκαιρία τέτοιων συγκεντρώσεων τα παλικάρια και οι κοπέλες έπαιζαν διάφορα παιγνίδια, όπως π.χ. “πλάκα”, που το έπαιζαν κάθε Κυριακή στην πλατεία (έστηναν μία πέτρα όρθια στην ιτιά που υπήρχε εκεί και τη σημάδευαν με τη σειρά με ένα πάνινο τόπι μετρώντας πόντους κάθε φορά που την πετύχαιναν) ή χόρευαν και τραγουδούσαν, ενώ οι μεγάλοι καμάρωναν.

Ένας τρόπος αναψυχής ήταν και οι κούνιες. Γινόταν σε περιοχές με μεγάλα και ψηλά δένδρα, συνήθως αιωνόβιες βελανιδιές, όπως στο λόφο του άγιου Αρχάγγελου, στον Άγιο Θανάση και αλλού. Τη μέρα του Άη Γιώργη πήγαιναν παλικάρια και κοπέλες στην περιοχή του Άη Θανάση (όπου είναι σήμερα το γήπεδο και το Γυμνάσιο). Κρεμούσαν ένα σκοινί χονδρό και γερό (φόρτωμα) από ένα κλωνάρι ψηλού δένδρου, το έδεναν από κάτω με πλεόνασμα σχοινιού, και πάνω σε ένα μαξιλάρι πρόχειρο κάθονταν όποια ή όποιος ήθελε να κουνηθεί. Ένας άλλος τραβούσε δεξιά και αριστερά την κούνια με το πλεόνασμα του σχοινιού, και δημιουργούνταν ένα γραφικότατο θέαμα στον αέρα.

Οι κοπέλες και τα παλικάρια που συμμετείχαν στην εκδήλωση αυτή έλεγαν διάφορα τραγούδια. Ένα από αυτά ήταν:

“Γαρυφαλλιά μου πράσινη, πότε θα κοκκινήσεις
να κόψω ένα γαρύφαλλο καλέ, να κάνω φορκαλίτσα
να φορκαλώ τη θάλασσα καλέ, ν΄αράζουν τα καράβια
κι ένα καράβι άραξε καλέ, στου βασιλιά την πόρτα
κι ο βασιλιάς δεν ήτανε εκεί, μον΄ τρεις βασιλοπούλες
η μια κεντούσε ουρανό καλέ, κι η άλλη το φεγγάρι
κι η Τρίτη η μικρότερη καλέ, κεντά μαργαριτάρι
κέντα το κόρη μ΄ κέντα το καλέ, τ΄ αρρβωνιασκού σ΄ μαντήλι”

Την ίδια μέρα υπήρχε η συνήθεια να ζυγίζονται όλοι με το καντάρι.


Χορός

Κάθε τόπος έχει τους δικούς του χορούς, μα και το δικό του ξεχωριστό χορευτικό ύφος. Για τους Παλαιοχωρινούς ο χορός από πολύ παλιά ήταν τρόπος έκφρασης και εξωτερίκευσης των συναισθημάτων τους σε εκδηλώσεις κοινωνικές ή οικογενειακές.

Στις γιορτές και τα πανηγύρια στα καφενεία χόρευαν κατά παρέες, για να χωρούν στην πίστα. Οι χοροί που χορεύονταν και χορεύονται ακόμα στο Παλαιοχώρι είναι ως επί το πλείστον οι κυκλικοί ομαδικοί χοροί (συρτός). Χόρευαν ήρεμα, στρωτά, ομοιόμορφα. Όποιος έσερνε το χορό κρατούσε το δεύτερο με μαντήλι και αυτοσχεδίαζε ανάλογα με τη διάθεση, το μεράκι και φυσικά το χαβά (σκοπό) του τραγουδιού. Περνούσαν όλοι με τη σειρά να χορέψουν πρώτοι και ο καθένας έριχνε χρήματα στα όργανα (η γνωστή χαρτούρα). Αυτή τη συνήθεια την έχουν κρατήσει μέχρι σήμερα οι Παλαιοχωρινοί, άγραφη συμφωνία μεταξύ χορευτή και ορχήστρας. Αξιοπρόσεχτη λεπτομέρεια στο χορό ήταν ότι ποτέ ο τελευταίος χορευτής δεν ήταν γυναίκα. Πάντα τον κύκλο τον έκλεινε άνδρας, δείγμα ιπποτισμού, ευγένειας και ευαισθησίας απέναντι στο γυναικείο φύλλο. Επίσης ο άνδρας έριχνε χρήματα και για λογαριασμό της γυναίκας ή των γυναικών που συνόδευε, όταν χόρευαν πρώτες.

Χορός και γλέντι χωρίς κλαρίνο ή βιολί δεν γίνονταν. Ο ήχος ξεσήκωνε και μεράκλωνε τους Παλαιοχωρινούς. Οι οργανοπαίχτες μάθαιναν τις προτιμήσεις των μερακλήδων χορευτών, και όταν σηκώνονταν να χορέψουν τους έπαιζαν τους σκοπούς που προτιμούσαν χωρίς καν να περιμένουν παραγγελιά.


Στις φωτογραφίες οι ξακουστοί οργανοπαίχτες Δ. Αραμπατζής και Γκιούρας.


Δωδεκαήμερο

Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά μια νότα χαράς στις μονότονες και κρύες μέρες του χειμώνα, με τις ωραίες τους συνήθειες και την επισημότητά τους, ήταν μια ευχάριστη εναλλαγή στην καθημερινότητα και ευκαιρία για ξεκούραση και επικοινωνία. Οι ομαδικές επισκέψεις στα σπίτια που γιόρταζαν σημάδευαν την κοινωνικότητα και τις στενές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Κανένα σπίτι δε σκέφτονταν να κλείσει την πόρτα του όταν γιόρταζε. "Δέχονταν" όλοι με καλή καρδιά και χαρούμενη διάθεση.

Μέρες πιο μπροστά οι νοικοκυρές σε συναγερμό, ν' ασπρίσουν και να καθαρίσουν τα σπίτια, μ' όποιον καιρό. Το άσπρισμα μέσα στο χειμώνα, ήταν κούραση μα και σκασίλα. Αν ο καιρός ήταν υγρός, δεν άφηνε να στεγνώσει ο τοίχος και σχηματίζονταν παρά την προσοχή "φουρκαλιές". Το λουλακί χρώμα το προτιμούσαν περισσότερο. Για βούρτσα χρησιμοποιούσαν μικρό σκουπάκι "φουρκαλούδι". Η τέχνη και η δεξιοτεχνία βρίσκονταν ακριβώς εκεί. Να στρώσει έτσι που να μη δείχνει φουρκαλιές.

Μετά το άσπρισμα έβαζαν μπουγάδες απανωτές, να πλύνουν όχι μόνο ρούχα μα και κουρτίνες, τραπεζομάντηλα, πετσέτες, κεντήματα. Τα πάντα έπρεπε να είναι καθαρά και καλοσιδερωμένα.

Τις παραμονές ασχολούνταν με τις λεπτομέρειες και τα γλυκά, σαραγκλί για τα Χριστούγεννα και βασιλόπιτα για τη Πρωτοχρονιά. Το σαραγκλί με τις μυρουδιές του ξελίγωνε μικρούς και μεγάλους. Γίνονταν μια φορά το χρόνο κι ήταν απ' τα ελάχιστα γλυκά που έφτιαχναν οι νοικοκυρές. Πολλές οικογένειες στερούνταν ακόμα κι αυτό. Φυσικό λοιπόν να θέλουν να χαρούν μ' όλες τις αισθήσεις την ευχαρίστηση, μέχρι νάρθει η ώρα να το δοκιμάσουν.

Την παραμονή των Χριστουγέννων όλα τα παιδιά έβγαιναν να πουν τα “κόλιντα” στο χωριό. Κρατούσαν ένα ταγάρι και φώναζαν στις πόρτες των σπιτιών «κόλιντα, κόλιντα, δώσι κυρά μ΄ καρύδια, να μη σι σπάσου τα κιραμίδια» και οι νοικοκυρές τους μοίραζαν ξυλοκέρατα, καρύδια, σύκα, φρούτα και χρήματα.

Το βράδυ λουσμένα και καθαρά, περίμεναν τον Άη Βασίλη. ΄Ησυχα και πρόθυμα "αφκριούνταν", μην περάσει και δεν τον ακούσουν. Δεν έπλαθαν και μεγάλα όνειρα. Από διαίσθηση περιόριζαν τις απαιτήσεις τους στα όρια της δυνατότητας που υπήρχε κι ήταν ευχαριστημένα.

Για πιο πολλά, δεν τολμούσαν ούτε να σκεφτούν. Όλα σχεδόν ήξεραν από προηγούμενες χρονιές, τι θα τους φέρει περίπου. Δεν συνήθιζε να κάνει ούτε λάθη ούτε εκπλήξεις. Καμιά φορά αργούσε και νύσταζαν, μα περίμεναν. Κι όταν μισάνοιγε η πόρτα και γέμιζε το πάτωμα καρύδια και δεκάρες ορμούσαν κάτω απ' τις καρέκλες, τα τραπέζια, τα κρεβάτια και τα μάζευαν ως το τελευταίο. Ικανοποιημένα, όχι τόσο για τα "δώρα" όσο γιατί δεν τα ξέχασε, πήγαιναν για ύπνο.

Οι καμπάνες ξυπνούσαν το χωριό "χαραϊ". Μέσα στην ησυχία του πρωϊνού, ο ήχος απλώνονταν και πέρα απ' αυτό, καθαρά και ευδιάκριτα και γέμιζε τις καρδιές χαρά. Ολοι ξυπνούσαν, σε μια ατμόσφαιρα χαρούμενη, γιορταστική. Πρώτοι οι παππούδες και οι γιαγιάδες, ξυπνητοί από νωρίς, ξεκινούσαν με το κερί στο χέρι. Σε λίγο γέμιζαν οι δρόμοι άντρες, γυναίκες, παιδιά. Το κρύο και τα χιόνια, δεν εμπόδιζαν να γεμίσει η εκκλησία. Από κει άρχιζε η γιορτή.

Οι παππούδες και οι ηλικιωμένοι άντρες, αραδιασμένοι στα πρώτα στασίδια, είχαν τη σοβαρότητα και την επισημότητα που απαιτούσε η μέρα. Καλοντυμένοι, καθαροί, με καλογυαλισμένα παπούτσια, παρακολουθούσαν αλλάζοντας και καμιά κουβέντα. Τα πρόσωπά τους βαθιά σκαμμένα, γερασμένα πριν την ώρα τους. Οι νεώτεροι έπιαναν τις πίσω σειρές. Οι ηλικιωμένες αριστερά, απ τη μεριά, που ήταν το προσκυνητάρι, είχαν τα δικά τους στασίδια, σ' ένα μισοσκόταδο, που δύσκολα τις ξεχώριζες μέσα στις μαύρες τους φορεσιές. Πρόσωπα ρυτιδιασμένα, περισσότερο απ' τα βάσανα παρά απ' τα χρόνια, σοβαρά και ανέκφραστα. Οι γυναίκες ανέβαιναν στο γυναικωνίτη, απ' την εξωτερική πέτρινη σκάλα. Θέση "διακεκριμένη" με εξαιρετική θέα, αλλά μόνο για όσες ήταν στην πρώτη σειρά. Μπορούσαν να παρακολουθούν αθέατες σχεδόν και να κρίνουν "αφ' υψηλού" πρόσωπα και πράγματα. Οι πιο πίσω τα πληροφορούνταν από δεύτερο χέρι, είχαν όμως μεγαλύτερη άνεση για ψιλοκουβέντα.

Η εκκλησία πεντακάθαρη, φωτίζονταν απ' τις φλογίτσες των κεριών και τα καντήλια, με το χαρακτηριστικό τρεμουλιαστό τους φως. Στο τέμπλο, αραδιασμένες οι εικόνες των αγίων, με τις αυστηρές τους μορφές, οι μικρές ψηλά και οι μεγάλες αριστερά και δεξιά της ωραίας πύλης, περίμεναν τη γιορτή τους, να θρονιαστούν στη μέση της εκκλησίας, ή να πάρουν τη θέση τους στο προσκυνητάρι. Στις πόρτες του ιερού οι δυο αρχάγγελοι, όπως τους φαντάστηκε και τους ζωγράφισε ο αγιογράφος, με τις ρομφαίες τους να φυλάν τον ιερό χώρο από κάθε βέβηλο.

Το ξυλόγλυπτο τέμπλο ψηλό και θαυμαστό με σχέδια από κληματαριές και παραδείσια πουλιά ανάμεσα στις σειρές των εικόνων.

Στη μέση η ωραία πύλη, με τη σκαλιστή πόρτα και τη βελούδινη κουρτίνα με το χρυσό σταυρό. Στο ψηλότερο σημείο, ο εσταυρωμένος δέχονταν τους ύμνους και τα θυμιάματα. Πολυέλαιοι, ένας μεγάλος μπρούτζινος στο κέντρο και μικρότεροι κρυστάλλινοι κρέμονταν απ' το ταβάνι με χοντρές αλυσίδες.

Δεξιά και αριστερά κοντά στο τέμπλο, δύο μπρούτζινα μανουάλια ψηλά και χοντρά, με λαμπάδες να φτάνουν σε ύψος, σα να ήθελαν να πλησιάσουν πιο κοντά στο Θεό. Τα δύο ψαλτάδικα σ' ένα χώρο ημικυκλικό κλεισμένο με κάγκελα. Δίπλα στο δεξιό ψαλτάδικο το δεσποτικό κι αριστερά απέναντι ο άμβωνας. Δύο χώροι που έμεναν σχεδόν άδειοι όλο σχεδόν το χρόνο, εκτός από τις καθιερωμένες μέρες που έρχονταν ο Δεσπότης.

Ο παπάς ντυμένος με τα καλά του άμφια, τελούσε το μυστήριο μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Ένα μυστήριο που τελούνταν αιώνες πριν, κατά τον ίδιο παραδοσιακό τρόπο και επαναλαμβάνονταν με την ίδια τάξη, χωρίς η επανάληψη αυτή να αφαιρεί τίποτα απ' την έλξη που ασκούσε στους πιστούς.

Όταν τελείωνε η λειτουργία τα παιδιά, πιο ανυπόμονα πετιούνταν έξω. Ακολουθούσαν οι άντρες χωρίς βιασύνη και στο νάρθηκα σχημάτιζαν παρέες για τις βίζιτες. Οι γυναίκες κατέβαιναν απ' την εσωτερική σκάλα "χαιρετούσαν" την εικόνα που ήταν θρονιασμένη τις μεγάλες γιορτές στη μέση της εκκλησιάς κι έβγαιναν τελευταίες. Εκτός από εκείνες που γιόρταζαν στο σπίτι κι έφευγαν πιο μπροστά να "ζνταυλίσ΄ν τ΄ φουτιά " και να ρίξουν μια τελευταία ματιά στις ετοιμασίες.

Τα σπίτια, στρωμένα μ' ότι καλύτερο υφαντό είχαν φυλαγμένο για τέτοιες ώρες στα σεντούκια, δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα ζεστασιάς και φιλοξενίας. Μπαρμπάδες, με τη χαρακτηριστική τους φορεσιά, τα μπενεβρέκια και τη τραγιάσκα στο κεφάλι, γέμιζαν το σπίτι. Οι μεγάλοι τους υποδέχονταν, δείχνοντας με κάθε τρόπο τη χαρά τους για την επίσκεψη και τους περνούσαν στα δωμάτια. Κάθονταν τρίβοντας τα παγωμένα τους χέρια. Στο τζάκι έκαιγαν τα κούτσουρα.

Με το πρώτο τσιγάρο ντουμάνιαζε ο τόπος. Η τσιγαρίλα ανακατεύονταν με την μυρουδιά της ναφθαλίνης που έβγαινε απ' τα γιορτινά ρούχα. Η ζεστασιά ζωήρευε τα πρόσωπα.

Τα κομπολόγια έβγαιναν απ' τις τσέπες και το ξεκόκκισμά τους συνόδευε την κουβέντα. Συζητούσαν ελεύθερα και φωναχτά σε μια ατμόσφαιρα φιλική, μ' ένα τρόπο που σ' έκανε να νιώθεις σιγουριά δίπλα τους.

Το κέρασμα ήταν μια διαδικασία προετοιμασμένη με ξεχωριστή φροντίδα . Ο δίσκος ασημένιος με λεπτά σκαλιστά σχέδια. Το γλυκό του κουταλιού και τα ποτήρια με το νερό και το ρακί, αραδιασμένα κανονικά, όλα ν' αστράφτουν.

Ο επισκέπτης έπινε το ρακί δίνοντας τις ευχές, έπαιρνε το γλυκό και ακολουθούσε ο καφές, με το δεύτερο τσιγάρο. ΄Ετσι γίνονταν σ' όλα τα σπίτια. Αν έκαναν δέκα επισκέψεις, έτρωγαν δέκα κουταλιές γλυκό, έπιναν δέκα ρακιά κι άλλους τόσους καφέδες, κάπνιζαν καμιά εικοσαριά τσιγάρα και δεν είχαν ανάγκη ούτε τα στομάχια τους ούτε τα νεύρα τους.

Οι επισκέψεις των ανδρών συνεχίζονταν ως το μεσημέρι.

Το απόγευμα ήταν για τις γυναίκες. Εδώ το ντύσιμο δεν ήταν ομοιόμορφο. Τα φουστάνια διάφορα. Μονόχρωμα, κλαδωτά, ριγωτά, υφασμένα τα περισσότερα στον αργαλειό του σπιτιού. Το μάκρος τους ως το χώμα, χαρακτηριστικό της Παλαιοχωρινής φορεσιάς. Οι ποδιές λίγο κοντύτερες, σε διάφορα σχέδια και χρώματα και στο κεφάλι το καβούκι. Τα κοντογούνια (με μανίκια σουρωτά στους ώμους, με κατιφέ στο γιακά, μεσάτα) συμπλήρωναν τη φορεσιά. Μα πιο επίσημο ρούχο θεωρούνταν η γούνα. ΄Οχι σαν τις σημερινές. Εκείνες είχαν απέξω τσόχα μαύρη κι από μέσα τη γούνα. Τις φορούσαν - όσες είχαν - τις μεγάλες γιορτές.

Η γυναικεία στολή στο χωριό μας, δεν είχε τα κεντήματα και τα μεταλλικά στολίδια που συνηθίζονταν σ' άλλες περιοχές. Είχε όμως μέσα στην απλότητά της μια επισημότητα, μια δική της ομορφιά και αποτελούσε ένα σύνολο αρμονικό και κομψό.

Ξεκινούσαν το απόγευμα παρέες - παρέες, στητές μ' αργό περπάτημα που δεν είχε τίποτα απ' το καθημερινό, λες κι άφηναν τη φούρια και την κινητικότητα της καθημερινής κι έπαιρναν ύφος γιορταστικό και περπατησιά αλύγιστη. Κι όπως δεν φαίνονταν τα πόδια τους απ' το φάρδος και το μάκρος του φουστανιού, νόμιζες γλιστρούσαν παρά περπατούσαν πάνω στο δρόμο.

Τέτοιες μέρες τις χαίρονταν μ' εξαιρετική ευχαρίστηση. Δεν ήταν πολλές οι ευκαιρίες να στολιστούν και να κάνουν βίζιτες, και προπαντός να μην έχουν καμιά δουλειά στο χέρι.

Τα Χριστούγεννα (όπως και το Πάσχα) γύριζε στα σπίτια και ο “γελαδάρης” δηλαδή ο τσομπάνος που αναλάμβανε τη βοσκή των ζώων του χωριού, και μάζευε λουκάνικα και αυγά.


Το Χριστουγεννιάτικο παραδοσιακό γουρούνι

Η κάλυψη των αναγκών σε κρέας και βούτυρο γινόταν σχεδόν από το γουρούνι. Κάθε οικογένεια από νωρίς την άνοιξη φρόντιζε να προμηθευτεί ένα γουρουνάκι. Η εκτροφή του γινόταν με τα αποφάγια του σπιτιού, πατάτες, διάφορα λαχανικά, πίτυρα, κριθάρι καλαμπόκι και βαλανίδια (Σεπτέμβριο-Νοέμβριο). Τα είχαν κλεισμένα σ΄ένα ξύλινο κλουβί (κ΄μάσι) και εκεί με την ακινησία και το υπερβολικό τάϊσμα έπαιρναν σημαντικό βάρος. Τα Χριστούγεννα και συγκεκριμένα τον Άγιο Στέφανο τα έσφαζαν.

Η σφαγή του γουρουνιού, που γινόταν από παρέα φίλων και γειτόνων, ήταν τελετουργική: λίγο πριν τη σφαγή, έβγαζαν το γουρούνι από το «κουμάσι» για να περπατήσει, «να σκνίσ’» ελεύθερα πριν το σφάξουν. Μόλις το έσφαζαν, η νοικοκυρά το θύμιαζε μ’ ένα αυτοσχέδιο θυμιατό από κεραμίδι, έβαζαν στο στόμα του γουρουνιού ένα κρεμμύδι, για να μένει ανοιχτό.

Ακολουθούσε η «τηγανιά», μαύρο κρασί και γλέντι.
Όλο το χωριό, από νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ, βούιζε από τα γρυλίσματα των γουρουνιών, τις φωνές και τα τραγούδια. Μεταξύ των νοικοκυραίων γινόταν ανταγωνισμός, ποιός έθρεψε το μεγαλύτερο και βαρύτερο γουρούνι. Όλα τα γουρούνια ζύγιζαν από 80 οκάδες και πάνω. Μεγάλη ήταν η χαρά των παιδιών σαν έπαιρναν τη φούσκα (κύστη) από το γουρούνι, μέσα σε πειράγματα και γέλια των μεγάλων για το συναγωνισμό των μικρών ποιός να την πρωτοπάρει. Τη φούσκωναν με καλάμι, έριχναν πάνω της στάχτη να στεγνώσει, μετατρέποντας την έτσι σε μπάλα για να παίξουν.

Το σώμα των γουρουνιών χωρίζονταν. ΄Εβγαζαν το πάχος, ξεχώριζαν από το κρέας ότι ήταν για λίγδα και λουκάνικα και το άλλο κομμένο σε κανονικά κομμάτια το πάστωναν. Το λίπος του ζώου έλιωνε μέσα σε ένα καζάνι στη φωτιά, συγκεντρώνονταν σε πήλινα πιθάρια, πάγωνε και γινόταν η λίγδα το βούτυρο της χρονιάς. Ότι απέμενε άλιωτο από το λίπος, τσιγαρίζονταν και γινόταν τα τσιγαρίδια.

Ένα μικρό μέρος του λίπους αλατίζονταν καπνίζονταν και γινόταν ο παστός που αποτελούσε συμπλήρωμα της τροφής της κάθε οικογένειας. Ο μεγάλος αγώνας ήταν τα λουκάνικα. Οι κρεατομηχανές μετρημένες στο χωριό, ανάγκαζαν τις περισσότερες νοικοκυρές να κόβουν το κρέας, το πάχος κι όλα τα υλικά που χρειάζονταν να γίνει η γέμιση, με το μπαλτά (τσεκουράκι). Κόπος μεγάλος για πολλές ώρες. Αφού τα' ανακάτωναν όλα μαζί με τα μπαχαρικά και το ανάλογο αλάτι τα γέμιζαν. Το παχύ έντερο το γύριζαν και του έβαζαν ρίγανη (ουματιές). Όταν τέλειωναν τα αράδιαζαν σε μία ίσια και γερή βέργα και τα κρεμούσαν πάνω από τ' ατζιάκι να στεγνώσουν.

Το κεφάλι και τα άκρα βράζονταν, αδειάζονταν σε βαθειές σουπιέρες και γινόταν ο πατσάς, μια πηχτή που τρωγόταν στις κρύες μέρες του χειμώνα. Την κοιλιά τη στέγνωναν στον ήλιο, τη γέμιζαν με ρύζι, συκώτια και κρέας ψιλοκομμένο και την έβραζαν κάνοντας το “μπομπάρι”. Ακόμα συνήθιζαν να κάνουν κρεατόπιτες.

Το σπίτι γέμιζε κρέας παστό, λίγδα, πατσά. Το τηγάνι δούλευε και η τσίκνα έσπανε τη μύτη. Μπόλικο μαύρο πιπέρι, μπρούσκο κρασί "κι πέτουν να χιουνίζ". Λουκάνικα δεν έτρωγαν πριν να φωτίσει ο παπάς. Όταν όμως άναβε το γλέντι, οι δισταγμοί πήγαιναν στην μπάντα.


Τσιγαριδογιορτή

Η "Τσιγαριδογιορτή" αναβιώνει το έθιμο του χριστουγενιάτικου γουρουνιού στην πλατεία του χωριού με ψησταριές, καζάνια με τσιγαρίδια και παραδοσιακό γλέντι με ζωντανή μουσική. Γιορτάζεται μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Σερβίρονται τσιγαρίδια που ετοιμάζονται αυθημερόν, χωριάτικα λουκάνικα και μεζέδες και συνοδεύονται από άφθονο κρασί και τσίπουρο. Το γλέντι ξεκινάει το πρωί και κρατάει μέχρι αργά το βράδυ.





Πρωτοχρονιά

Μεγάλη σημασία έδιναν στο καλό ποδαρικό.

Ο μεγαλύτερος της οικογένειας έφερνε μία πέτρα «στερνάρα» και την έβαζαν στο τζάκι μέχρι τα Φώτα

Ένα άλλο έθιμο ήταν να ανεβαίνει ο νοικοκύρης στις αγριντιές της οροφής και από κει να πηδάει κάτω, προσπαθώντας να μπει σε μια βράκα που του την κρατούσαν ανοιχτή, για να πάει καλά ο χρόνος.

Επίσης συνήθιζαν να ρίχνουν σιτάρι στη φωτιά. Αν δεν αναπηδούσαν τα σπυριά δεν ήταν καλός οιωνός.

Ανήμερα πρωτοχρονιά μετά την εκκλησία τα παιδιά σχημάτιζαν παρέες ή μόνα τους και γύριζαν τα «σούρβα», δηλαδή τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Από μέρες είχαν έτοιμη τη σούβλα από ξύλο κρανιάς (μια μακριά μυτερή βέργα που κατέληγε σε ένα χερούλι με δυο κυκλικές υποδοχές για το χέρι.

Τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι φωνάζοντας σούρβα-σούρβα! Οι νοικοκυρές τους ανάλογα με το βαθμό συγγένειας, τους έδιναν κομμάτια λουκάνικο ή κρέας (μοίρα) που τα περνούσαν στη σούβλα και γέμιζαν τον ταγάρι τους με καρύδια, σύκα, φρούτα, καραμέλες, ξυλοκέρατα και χρήματα (καραντάρες-δραχμές-δίφραγκα) ξεπροβοδίζοντάς τα λέγοντας «καλή χρονιά, και του χρόνου!». Η γύρα κρατούσε ως αργά το μεσημέρι. Όταν γύριζαν στο σπίτι τα παιδιά τα υποδέχονταν με κραυγές θαυμασμού και λέγοντας «κι τ΄χρόν΄» γεμίζοντάς τα χαρά.

Τ' αγόρια μετά "τσ' σούγκλις" αποχτούσαν ... οικονομική άνεση. Στις τσέπες τους βροντούσαν καραντάρες, δεκάρες, εικοσάλεπτα, πενηντάλεπτα και μερικές δραχμές. Επαιζαν κορώνα γράμματα, μα προπαντός "τσ' ουμάδις. Εστηναν σε μια μικρή πλατιά πέτρα ή ένα κομμάτι ξύλο "του μπούκιου" τις δεκάρες. Εριχναν από κει σ' ένα σταθερό σημάδι, δέντρο η πέτρα κι όποιος ήταν κοντύτερα στο σημάδι έριχνε πρώτος με την “ομάδα” του (μια πλατιά πέτρα). Αν πετύχαινε "του μπούκιου" και σκορπούσαν οι δεκάρες, όσες ήταν πιο κοντά στην ομάδα του τις κέρδιζε. Το ίδιο προσπαθούσαν να κάνουν και οι άλλοι. Ομάδα είχε ο καθένας δική του. Όταν δεν έπαιζε την κρατούσε παραμάσχαλα σαν πολύτιμο εργαλείο. Με δεκάρες έπαιζαν την εποχή των γιορτών. Τον υπόλοιπο καιρό έπαιζαν με …κουμπιά που έκοβαν κρυφά από τα ρούχα της μπουγάδας, που κρεμούσαν οι νοικοκυρές στους πλοκούς να στεγνώσουν.

Ένα άλλο παιχνίδι της εποχής ήταν να στήνουν ένα καρφί στο χώμα βάζοντας πάνω του ένα νόμισμα, που τη σημάδευαν με μύγδαλα και καρύδια. Όποιος το πετύχαινε έπαιρνε το νόμισμα, αλλιώς έπαιρνε όλα τα καρύδια και τα μύγδαλα αυτός που έβαζε το νόμισμα.


Θεοφάνεια

Τα Φώτα, όλος ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησιά. Ο αγιασμός των υδάτων γινόταν στο ποτάμι. Ο παπάς έριχνε το Σταυρό στο παγωμένο νερό και έπεφταν παλικάρια να τον βγάλουν. Αναφέρονται περιπτώσεις που έσπαζαν τον πάγο για να φανεί το νερό να ρίξουν το Σταυρό και να πέσουν μετά να τον βγάλουν. Όλος ο κόσμος έβρεχε τις εικόνες που είχε μαζί του στα αγιασμένα νερά του ποταμιού και μετά επέστρεφαν στην εκκλησία, αφού πρώτα περνούσαν από όλους τους κεντρικούς δρόμους του χωριού. Τα παλικάρια που έβγαλαν το Σταυρό γύριζαν σ΄όλα τα σπίτια του χωριού και τους έδιναν χρήματα.

Την ημέρα των Φώτων και την επομένη ο παπάς του χωριού με το πετραχήλι στο λαιμό, με ένα μπακρατσάκι στο χέρι γεμάτο αγιασμό και μια φούντα βασιλικό, κρατημένη απ΄το καλοκαίρι, με τη συνοδεία δύο αγοριών, που έφεραν κρεμασμένο στο λαιμό τους ένα δισάκκι, γύριζε από σπίτι σε σπίτι. Φώτιζε τα μέλη της οικογένειας το σπίτι τα λουκάνικα και τα ζωντανά, έπαιρνε ένα λουκάνικο, συνήθως το μεγαλύτερο, και ένα κλίκι, τα έριχνε στο δισάκκι των παιδιών.


Χελιδονίσματα

Την 1η του Μάρτη τα παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους του χωριού κρατώντας ένα ραβδί με ένα ξύλινο χελιδόνι στην κορφή με κουδουνάκι στο λαιμό και τραγουδούν την Χελιδόνα:

Η χελιδόνα έρχεται από την Μαύρη θάλασσα,
φέρνει φέρνει άνοιξη μαζί και καλοκαίρι.
Εμείς για τούτο ήρθαμε να σας παρακαλέσουμε
να μας δώσετε πέντε αυγά κι άλλα πέντε ντ΄Πασχαλιά
Να γεννάει η κλωσσαριά και να σέρνει τα πουλιά
Μάρτης μας ήρθε, καλώς μας ήρθε και τα ζώα χαίρονται.
Έξω ψύλλοι ποντικοί, μέσα υγεία και χαρά και το Πάσχα μας με υγειά...

Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας και οι νοικοκυρές τους έδιναν αυγά, φασόλια & χρήματα.

Την 1η του Μάρτη τα παιδιά συνήθιζαν να δένουν στον καρπό στριφτή κλωστή άσπρη και κόκκινη για να μην τους "πιάσει" ο ήλιος.


Αποκριές

Οι αποκριές, ήταν γιορτές με εκδηλώσεις περισσότερο κοινωνικές παρά θρησκευτικές, γεμάτες κέφι και χαρά έκλειναν μια εποχή ξεφαντώματος και άνοιγαν μια άλλη νηστείας και προσευχής.

Το καρναβάλι ήταν έθιμο από μακρινούς αιώνες που ανάγεται σε ειδωλολατρικές τελετουργίες. Με τον καιρό όμως πήρε καθαρά ψυχαγωγικό χαρακτήρα. Τα παλιά χρόνια γνώρισε μεγάλη ακμή σαν εύθυμη εκδήλωση λαικής ψυχαγωγίας με τις παράξενες και αστείες μεταμφιέσεις. Καρναβάλια σε παρέες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι η πήγαιναν στην πλατεία και συναγωνίζονταν ποιός θα προκαλέσει περισσότερο γέλιο χωρίς να τον γνωρίσουν και πολλές φορές οι φάρσες εξελίσσονταν σε «χουνέρια».

Επί τουρκοκρατίας απαγορεύτηκε το καρναβάλι για λόγους εθνικής ασφάλειας. Με τον καιρό όμως αναβίωσε και γιορτάζεται μέχρι σήμερα σε πόλεις και χωριά με παρελάσεις και χορούς μεταμφιεσμένων, μέσα σε κλίμα ξεφαντώματος και διασκέδασης.












Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή άρχιζε με την Καθαρά Δευτέρα. Το διάστημα αυτό ήταν γεμάτο από θρησκευτικές εκδηλώσεις. Όλοι ή σχεδόν όλοι νήστευαν. Τότε ο κόσμος νήστευε με περισσότερη διάθεση, ίσως γιατί πίστευε περισσότερο ή ίσως γιατί το καθημερινό διαιτολόγιο δεν απείχε και πολύ από το νηστήσιμο. Πολλές γυναίκες κυρίως ηλικιωμένες έκαναν το “3μερο”, δηλαδή δεν έτρωγαν τίποτα τις τρεις πρώτες μέρες της Σαρακοστής.


Ψυχοσάββατα

Κάθε Σάββατο είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους, σε ανάμνηση της καθόδου του Χριστού στον Άδη κατά το Μ. Σάββατο. Ψυχοσάββατα όμως θεωρούνται κυρίως το Σάββατο πριν την Κυριακή των Απόκρεω, το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας των νηστειών και το Σάββατο πριν την Κυριακή της Πεντηκοστής, οπότε και τελούνται επίσημα μνημόσυνα της Εκκλησίας υπέρ των κεκοιμημένων:

Κατά το Ψυχοσάββατο πριν την Κυριακή των Απόκρεω μνημονεύουμε τους νεκρούς επικαλούμενοι το έλεος του Θεού να τους αναπαύσει (επειδή η Κυριακή των Απόκρεω ορίστηκε σε ανάμνηση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού και οι κεκοιμημένοι ακόμη δεν κρίθηκαν). Αυτή τη μέρα η εκκλησία τελεί μνημόσυνα και για τα παιδιά της πού πέθαναν σε ξένη γη, είτε στη θάλασσα, είτε στην έρημο, για τους οποίους δεν έχουν γίνει κανονικά μνημόσυνα.

Το δεύτερο Ψυχοσάββατο είναι μετά την Καθαρά Δευτέρα, κατά το οποίο τιμούνται μαζί, οι μεγαλομάρτυρες Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων του 3ου αιώνα και Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης του 4ου αιώνα.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Θεόδωρος ο Τήρων που ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν στρατιώτης επί Διοκλητιανού στο τάγμα των Τηρώνων (νεοσύλλεκτων), κατά τη διάρκεια λιμού στην περιοχή των Ευχαΐτων της Γαλατίας, έθρεψε τον πληθυσμό μιας πόλης με κόλλυβα. Από τότε καθιερώθηκε να προσφέρονται στους ναούς κόλλυβα το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση, η καθιέρωση των κόλλυβων συνδέεται με ένα θαύμα που έκανε ο άγιος Θεόδωρος ο Τήρων επί Ιουλιανού, που ήταν αντίθετος στη νηστεία των χριστιανών. Ο αυτοκράτορας, διέταξε τον έπαρχο της Καωνσταντινούπολης, όταν πλησίαζε η πρώτη εβδομάδα των νηστειών, να εξαφανίσουν από την αγορά κάθε είδους τρόφιμα και να αφήσουν μόνο τα ειδωλόθυτα, ώστε να αναγκαστούν οι χριστιανοί να φάνε από αυτά που προέρχονταν από τις θυσίες. Τότε ο άγιος Θεόδωρος παρουσιάστηκε ως οπτασία στον πατριάρχη Ευδόξιο και του φανέρωσε το σχέδιο του Ιουλιανού, υποδεικνύοντας του συγχρόνως να χρησιμοποιήσουν οι χριστιανοί, αντί για άλλη τροφή, κόλλυβα.

Με βάση την αρχαία δοξασία, ότι οι νεκροί έχουν την ικανότητα να γνωρίζουν και να προλέγουν το μέλλον, το Ψυχοσάββατο αυτό είχε συνδυαστεί από παλιά με μαντικές λαϊκές δοξασίες όπου οι ανύπαντρες νέες έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους κόλλυβα των Αγίων Θεοδώρων, πιστεύοντας ότι θα δουν στο όνειρο τους τον άντρα που θα παντρευτούν.

Το τρίτο Ψυχοσάββατο είναι
εννέα μέρες μετά την Ανάληψη τού Σωτήρος, δηλαδή το Σάββατο πριν τήν Πεντηκοστή. Στο μνημόσυνο αυτό μνημονεύονται όλοι οι ευσεβείς κοιμηθέντες από Αδάμ μέχρι σήμερα. Προσευχόμαστε γι’ αυτούς και ζητούμε από το Χριστό πού αναλήφθηκε να τους αξιώσει την ώρα της Κρίσης να δώσουν καλή απολογία.

Κατά τα Ψυχοσάββατα οι γυναίκες πηγαίνουν κόλυβα στην εκκλησία και μετά την ακολουθία τα μοιράζουν στο εκκλησίασμα στην μνήμη των αγαπημένων τους, για να συγχωρηθούν οι ψυχές τους (από την αρχή του τριωδίου πιστεύονταν ότι οι ψυχές των νεκρών ότι βρίσκονταν στον επάνω κόσμο) και για να παρακινηθούν οι πιστοί προς μετάνοια, ενθυμούμενοι το θάνατο.


Πάσχα

Η κορυφαία αυτή γιορτή της χριστιανοσύνη, τοποθετημένη στην καλύτερη εποχή - όχι τυχαία - γέμιζε τη ψυχή με συναισθήματα που δεν άλλαζαν και δεν πάλιωναν. Κάθε φορά οι άνθρωποι ένιωθαν το ίδιο. Μια αίσθηση θρησκευτικότητας και συγκίνησης.

Μεγάλη σημασία και ενδιαφέρον είχε η αναμονή, η προετοιμασία. Καμιά άλλη γιορτή μικρή ή μεγάλη οποιασδήποτε εποχής δεν επέβαλε τέτοια προετοιμασία.

Η συμπύκνωση των θρησκευτικών εκδηλώσεων γινόταν τη Μεγάλη Βδομάδα. Καθένας τις ζούσε με λιγότερη ή περισσότερη ένταση, ανάλογα με το βαθμό της πίστης και τον τρόπο ερμηνείας των συμβάντων. Είναι όμως γεγονός, πως επηρέαζαν τη ζωή όλων.

Οι αγρυπνίες με τις σπάνιες μελωδίες της ακολουθίας των παθών, είχαν κάτι ξεχωριστό. Σ' ένα υποβλητικό μισοσκόταδο, ψάλλονταν η ακολουθία του Νυμφίου. Τη Μ.Τρίτη κυριαρχούσε το τροπάριο της Κασσιανής. Ένα τροπάριο τόσο πολυσυζητημένο και αμφιλεγόμενο. Οι περισσότεροι ήξεραν μόνο τις πρώτες φράσεις. "Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή ..." Αυτό ίσως δημιουργούσε και τις αντιφατικές ερμηνείες, σχετικά με το τροπάριο της και το πρόσωπο της Κασσιανής. Πάντως εκείνο το βράδυ όσοι πήγαιναν στην εκκλησία ήταν πιο πολύ γι' αυτό το τροπάριο.

Τη Μ. Τετάρτη δεν γίνονταν αγρυπνία, μόνο το ευχέλαιο. Η Μ. Πέμπτη - ή κόκκινη Πέμπτη - ήταν η μέρα που έφτιαχναν "του φτασμίτικου" κι έβαφαν τ' αυγά. Πρωί - πρωί οι νοικοκυρές, κρεμούσαν στα μπαλκόνια ή στα κάγκελα ένα κόκκινο πανί, που συμβόλιζε και τόνιζε το "χρώμα" της μέρας. Από βραδύς, "ανιέπιαναν" το προζύμι που η αρχική του μαγιά, γίνονταν από ρεβύθια. Απ' τη ζύμη που ετοίμαζαν το πρωί έφτιαχναν πρώτα "τσ' γκουγκούσις" σε μεγάλα ταψιά. Απ' αυτές ανήμερα του Πάσχα, μαζί με κόκκινα αυγά πήγαιναν τα παιδιά μια "στ' νούνα τσ". Εφτιαχναν και σε μικρότερα ταψιά “γκουγκουσούδις” για τα παιδιά.

Ώσπου να φουσκώσει η ζύμη, δύο πράγματα έπρεπε να προσέξουν. Νάναι ζεστός ο χώρος "κι να μη του διεί κι του θαμάξ' κανιένας". Πριν το φουρνίσουν το σφράγιζαν μ' ένα σφραγίδι, που είχε πάνω ένα δικέφαλο αητό και τα αρχικά I.C.X.C.(Ιησούς Χριστός) και χρησιμοποιούνταν μόνο σ'αυτή την περίπτωση και γύρω γύρω έφτιαχναν κληματαριά με ζύμη.

Όταν ξεφούρνιζαν και μετά, καταπιάνονταν με τ' αυγά. Τα έβαφαν κόκκινα εκτός αν είχαν καιρό και μεράκι κι άλλα χρώματα, ή τα πλούμιζαν με διάφορα σχέδια, δένοντας πάνω τους, πριν τα βάψουν, φύλλα από δένδρα ή λουλούδια.

Η ακολουθία της Μ.Πέμπτης με τα δώδεκα ευαγγέλια κρατούσε πολλές ώρες. Η αναφορά στο πρώτο μέρος στη προδοσία του Ιούδα, επισημαίνει ένα γεγονός, που μέσα σε χιλιάδες χρόνια που πέρασαν, δεν έχασε για πολλούς, τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητά του. Τα τριάκοντα αργύρια της εξαγοράς, για μια πράξη που δεν άντεξε τελικά το βάρος της, είναι χαρακτηριστικό της ταχτικής των ισχυρών, να εξαγοράζουν συνειδήσεις και να χαλκεύουν κατηγορίες για να πολεμήσουν τις καινούργιες ιδέες, οι οποίες για να ριζώσουν χρειάζονται πάντα σκληροί αγώνες και πολλές θυσίες.

Η αναπαράσταση της σταύρωσης αιχμαλώτιζε την προσοχή και μεγάλωνε το ενδιαφέρον του κόσμου. Όταν μετά τα πέντε ευαγγέλια, ο παπάς με τη συνοδεία ψαλτάδων, έφερνε το σταυρό στη μέση της εκκλησίας όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα εκεί και δεν άκουγες παρά μόνο το "Σήμερον κρεμάται επί ξύλου...". Η στιγμή που έμπαιναν οι σφήνες, για να στεριωθεί στο πέτρινο βάθρο του , ήταν συγκλονιστική. Στην απόλυτη ησυχία, οι σφυριές αντηχούσαν, σαν κείνη τη στιγμή να γίνονταν πραγματικά η σταύρωση. Ο εσταυρωμένος με γερμένο το κεφάλι στο στήθος, με το ακάνθινο στεφάνι και την πληγή στην πλευρά, φαίνονταν, μέσα στην ανθρώπινή του αγωνία, ν' αφουγκράζεται, "χιλιάδων χρόνων τις σφυριές".

Τις πρώτες πρωινές ώρες της Μ.Παρασκευής, κοπέλες του χωριού στόλιζαν τον Επιτάφιο με λουλούδια, που παλιά τα κουβαλούσαν - πιο πολύ τα παιδιά - απ' το βουνό, ή από τις γλάστρες των σπιτιών. Έβαζαν όλο τους το μεράκι κι έφτιαχναν πραγματικά ένα κομψοτέχνημα και όταν γίνονταν η αποκαθήλωση τοποθετούνταν τον Επιτάφιο μπροστά από το σταυρό για να δεχτεί το σώμα του Χριστού.

Μόλις έπεφτε το σκοτάδι άρχιζε η ακολουθία του Επιταφίου. Κρατώντας ο καθένας τη λαμπάδα του, από γνήσιο κερί, ξεκινούσαν για την ακολουθία. Κανένας, εκτός απ' τους ανήμπορους, δεν έμενε σπίτι αυτό το βράδυ. Ασφυκτικά γεμάτη η εκκλησιά, φωτίζονταν από το πλήθος τις λαμπάδες, που ζέσταιναν την ατμόσφαιρα μέχρι λιποθυμίας. Ο παπάς με δυσκολία κινούνταν ανάμεσα στον κόσμο. Οι καθυστερημένοι, με μεγάλη προσπάθεια κατάφερναν να φτάσουν ως τον Επιτάφιο, να προσκυνήσουν. Στο γυναικωνίτη η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και πολλές γυναίκες λιποθυμούσαν απ' την έλλειψη οξυγόνου.

Η ακολουθία τελούνταν σε μια ατμόσφαιρα χλιαρή και βαρειά, που δονούνταν απ' τις φωνές των ψαλτάδων, που ο αριθμός τους κάθε Μ.Παρασκευή ξεπερνούσε κατά πολύ το συνηθισμένο.

Τα παιδιά του σχολείου, παραταγμένα μπροστά στον Επιτάφιο, περίμεναν τη σειρά τους. Η ανυπομονησία καθρεφτίζονταν στα μάτια τους. Οι πρόβες που προηγούνταν έδιναν το καλύτερο αποτέλεσμα. ΄Εψαλλαν συντονισμένα και μελωδικά, με την ικανοποίηση στα ξαναμμένα τους πρόσωπα, απ' τη ζέστη και την προσπάθεια.

Στην ακολουθία του Επιτάφιου, οι άγνωστοι μελωδοί, έδωσαν με ευαισθησία και λυρισμό έντονα και σε βάθος, τον πόνο και την αγωνία της μάνας. Συνταίριασαν μια ανεπανάληπτη μουσική, με την ευρηματικότητα του στίχου. Πλησίασαν με τρόπο μοναδικό, τα επίπεδα και τις διακυμάνσεις του σπαραγμού της μητρικής καρδιάς. "΄Ω φως των οφθαλμών μου γλυκύτατόν μου τέκνον..." Η μάνα όλων των εποχών κι όλης της οικουμένης, αντίκρυ στο μαρτύριο του γιού της. Ενας πόνος, ίδιος για όλες τις μάνες, σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης από καταβολής κόσμου. Για όσες είδαν τα παιδιά τους να χάνονται άδικα πάνω στην άνοιξή τους, ανήμπορες να σταματήσουν τον χαμό τους. Για όσες πορεύτηκαν μαζί τους το δικό τους Γολγοθά.

Τα παιδιά χωρίς να υποψιάζονται το βαθύτερο νόημα, συνέχιζαν να ψάλλουν, παραδομένα στην προσπάθειά τους. Μια και μοναδική φορά το χρόνο τη Μ. Παρασκευή, είχαν την ευκαιρία να συγκεντρώσουν πάνω τους την προσοχή του κόσμου σ' αυτό το χώρο.

Οι μεγάλοι άκουγαν και παρακολουθούσαν, ο καθένας με το δικό του ενδιαφέρον. ΄Ολοι όμως είχαν στραμμένη την προσοχή τους στην παιδική χορωδία, που οι δροσερές φωνές της μετρίαζαν τη βαριά και πνιγερή ατμόσφαιρα.

"Ερρανον τον τάφον...". Ο παπάς έψαλλε πρώτος το στίχο και έρραινε τον Επιτάφιο.΅Όσοι ήταν κοντά, δέχονταν στα ιδρωμένα πρόσωπα, τις ευεργετικές σταγόνες του ροδόσταμου, η χορωδία επαναλάμβανε άλλες δύο φορές το στίχο, ενώ ο παπάς συνέχιζε να ραίνει.

Η περιφορά του Επιτάφιου άρχιζε και η εκκλησία άδειαζε. Η ατμόσφαιρα εκτονώνονταν. ΄Ολοι ανάσαιναν τον καθαρό αέρα. Στο φύσημά του, οι φλόγες μάκραιναν έτοιμες να ξεκολλήσουν απ' τις λαμπάδες.

Το Μ.Σάββατο, ήταν μια μέρα μεταξύ γιορτής και καθημερινής. Ολοι ασχολούνταν με κάτι, μα σε μια ατμόσφαιρα γιορταστική. Χωρίς να είναι αργία οι περισσότεροι δεν δούλευαν και βρίσκονταν στο χωριό. Οι άνδρες φρόντιζαν για το αρνί. Να το αγοράσουν και να το κουβαλήσουν στο σπίτι, ή να το σφάξουν και να το γδάρουν, αν ήταν δικό τους.

Οι γυναίκες ετοίμαζαν ότι χρειάζονταν για τη μαγειρίτσα και την έβαζαν νωρίς - νωρίς να γίνεται. Το σπίτι μύριζε πάστρα και φρέσκο ασβέστη και μοσκοβολούσε "φτασμίτ΄κου". Αυτή η μυρουδιά και τα' αυγά τα κόκκινα, αποτελούσαν τα πιο έντονα χαρακτηριστικά του Πάσχα. Οι νοικοκυρές συμπλήρωναν τις τελευταίες ετοιμασίες, βιαστικά για να προλάβουν να ξεκουραστούν και λίγο.

Λίγες ώρες πριν απ' την Ανάσταση μικροί μεγάλοι "έγερναν" να κοιμηθούν για ν' αντέξουν στην ξαγρύπνια.Και ξαφνικά κοντά στα μεσάνυχτα οι καμπάνες έσχιζαν της ησυχία της νύχτας. Ο ήχος τους γιορταστικός, πανηγυρικός, γέμιζε το χωριό, έφτανε σε κάθε σπίτι, ταξίδευε μακριά να φέρει το χαρμόσυνο μήνυμα παντού. Τίποτα άλλο εκτός απ' αυτόν τον ήχο, δε θα μπορούσε να εκφράσει με τόση καθαρότητα τη μεγαλοσύνη της Ανάστασης.

Ο κόσμος ξυπνούσε κι ήταν το πιο γλυκό ξύπνημα κι ας γίνονταν στο πρωτούπνι. Ντυμένοι στα καλά τους ξεχύνονταν στους δρόμους να φτάσουν έγκαιρα στην εκκλησιά.

Ο παπάς αφού πρώτα έσβηναν τα φώτα, έβγαινε στην ωραία Πύλη και καλούσε τον κόσμο "Δεύτε λάβετε φως".

Μέσα στο σκοτάδι το φως της λαμπάδας του, ξεχύνονταν ακτινωτά στην εκκλησιά. Όλοι έτρεχαν να πάρουν "το ανέσπερο φως". Η γιορταστική ατμόσφαιρα, συμπληρώνονταν με τη φωταγώγηση του χώρου, απ' τις τόσες φλόγες. Η ανυπομονησία καθώς πλησίαζε η Ανάσταση κορυφώνονταν.

Η τελετή γίνονταν στο προαύλιο. Τα παιδιά σ' επιφυλακή με πιστόλια, καψούλια, βεγγαλικά και κάποιοι μεγαλύτεροι με “φούρκες”, παλιά εμπροσθογεμή όπλα. Με το "Χριστός Ανέστη..." ένα πανδαιμόνιο γέμιζε τον αέρα.



Και μετά πίσω στο ναό τα αναστάσιμα τροπάρια βάλσαμο στις καρδιές. Ηλειτουργία κρατούσε μέχρι αργά και στο τέλος κοινωνούσαν όλοι οι πιστοί "νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες.

Η Ανάσταση, η τελευταία πράξη του Θείου δράματος, η νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο. Ο άνθρωπος δεχόταν με ανείπωτη χαρά το γεγονός. Η αγωνία του θανάτου που τον βασάνιζε πάντα, φαίνονταν νάπαιρνε το τέλος. Στο βάθος της σκέψης του σπίθιζε η λαχτάρα. Μα δεν αργούσε να καταλάβει, πως για να γίνει αθάνατος, έπρεπε πρώτα να πεθάνει.

Ο Εσπερινός της Αγάπης:
Το ευαγγέλιο στα αραβικά από τον Παν. Αρχιμ. Ιγνάτιο Ρηγανά - Πάσχα 2008



3η μέρα του Πάσχα

Την 3η ημέρα του Πάσχα η θεία λειτουργία γινόταν στον κοιμητηριακό ναό του Ταξιάρχη Μιχαήλ. Μετά τη θεία λειτουργία έκαναν περιφορά των εικόνων σε μεγάλη απόσταση μέχρι τα «Στριβάδια» όπου συναντούσαν τους Νεοχωρίτες, οι οποίοι έκαναν το ίδιο. Τον καιρό της Τουρκοκρατίας αυτή η συνάντηση είχε ιδιαίτερη σημασία και ο λόγος που καθιερώθηκε ήταν ότι οι Τούρκοι άφηναν τους Έλληνες να γιορτάζουν το Πάσχα χωρίς επιτήρηση, θεωρώντας το καθαρά θρησκευτική γιορτή. Οι Έλληνες όμως το εκμεταλλεύονταν διαφορετικά. Κετέβαιναν οι καπεταναραίοι απ΄τα βουνά με τα παλικάρια τους στον τόπο της συνάντησης και άρχιζε το γλέντι. Κατά τη διάρκεια της γιορτής γίνονταν διάφορα αγωνίσματα και κυρίως σκοποβολή. Έτσι έβρισκαν ευκαιρία να εξασκούνται οι νέοι, ώστε να είναι έτοιμοι για την επανάσταση. Επίσης με τη συνάντηση αυτή οι προύχοντες των δύο χωριών ενημέρωναν τους καπεταναίους για την κατάσταση που επικρατούσε στα χωριά τους. Για την περίπτωση που δεν θα μπορούσαν να κατεβούν οι καπεταναίοι, όταν έκαναν την περιφορά στο βουνό, σε ωρισμένα δένδρα είχαν κρυψώνες, που άφηναν μηνύματα γι αυτούς, όπως περνούσαν. ΄Αλλος τρόπος να τους ειδοποιήσουν αν είχε Τούρκους στο χωριό ήταν οι ντουφεκιές. Το Πάσχα επέτρεπαν οι Τούρκοι στους Παλαιοχωρινούς να χρησιμοποιήσουν τουφέκια, έτσι άρχιζαν να πυροβολούν και ακούγοντάς τα οι καπεταναίοι στα βουνά καταλάβαιναν ότι κινδύνευαν αν κατέβαιναν στο χωριό. Αφού τελείωνε το γλέντι οι κάτοικοι των δύο χωριών χώριζαν και γύριζαν πίσω.

Οι Παλαιοχωρινοί συνέχιζαν τις εκδηλώσεις και χόρευαν πίσω από την εκκλησία τραγουδώντας «του Χαλκού τ΄αλώνι». Τα λόγια τήταν :

«Μεσ΄του Χαλκού τ΄αλώνι του μαρμάρινο,
παίζουν τη ΄μάδα, παίζουν γυιός κι βασιλιάς

παίζουν την ΄μάδα παίνεζουν γυιός κι βασιλιάς
κανείς και δεν την παίζει σαν τον κυρ΄ Γιαννή.

Ο ήλιος κι ο Γιαννάκης στοίχημα βάζουν
βάζουν στοίχημα, βάζουν στα κεφάλια τους

του ποιός θα πάει πρώτους στη μανούλα του.
Ου ήλιους πάει στη μάνα του κι βραδιάστηκι

κι ου Γιάννης εβραδιάστη στου μισό στρατί
πιρνούσαν οι διαβάτις κι τουν έκλιγαν

κι τα καλά κουρίτσια τουν μιργιουλουγούν
Γιάννη μ΄ δεν έχεις μάνα ούτι κι αδιρφή

ούτι καλή γυναίκα νάρθει να σι δεί
Του λόγου δεν τουν ίπι δεν τουν έσουσι

να κι η μανούλα πού ΄ρθε νά κι η αδιρφή
να κι η καλή γυναίκα πού ΄ρθε να τουν δεί

μι δυό πιδιά στα χέρια κι άλλου στην κοιλιά.
Δε σ΄έλιγα ιγώ Γιάννη μ΄ δε σι ουρμήνιυα

στους χίλιους να μην πάγεις κι στους ικατό
Δεν ήταν μάνα μ΄ χίλιοι ούδι ικατό

μον΄ ήταν τρεις χιλιάδις κι ούλου αρβανιτιά
είχαν κι τ΄άλουγά τους πιγνιδιάρικα

Στα μάρμαρα πατούσαν κι έβγαζαν νιρό
στους κάμπους πιρπατούσαν κι κουρνιάχτιζαν»

Τραγουδώντας το τραγούδι αυτό τελείωνε η γιορτή και οι εκδηλώσεις της 3ης μέρας του Πάσχα.

Το έθιμο αυτό εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Η περιφορά των εικόνων με τα λάβαρα (μπαριάκια) μπροστά, φθάνει μέχρι το ναό του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Ο κόσμος που ακολουθεί κόβει κλωνάρια από τα ανθισμένα δένδρα. Όταν επιστρέφουν στο ναό του Ταξιάρχη Μιχαήλ κατά την περιφορά γύρω από το ναό πετούν τα κλωνάρια πάνω στη σκεπή του ναού.

Μετά το τέλος της λειτουργίας στο "αλώνι" πίσω από το ναό χορεύουν "του Χαλκού τ΄αλώνι" τραγουδώντας το παραπάνω τραγούδι. Το έθιμο και το τραγούδι αναφέρεται συμβολικά στη σφαγή των χαλκιδικιωτών από τους Τούρκους στην Ιερισσό, όπου αναβιώνει αντίστοιχο έτοιμο.




Αλλά και άλλα τραγούδια είναι συνδεδεμένα με το παραπάνω έθιμο :


«Απρίλη Απρίλη ΄κάματι Μάη κατακαημένι,
που μαύρισις τις έμορφις κι ασχήμινις τις άσπρις
μαύρισις την αγάπη μου κι δεν την αγνουρίζου.
Μαύρα φουρεί μαύρα κρατεί μαύρου καβαλικεύει
κι σαν ικαβαλίκιψι στουν Αι Γιώργη μοιάζει »


«Λάλησι κούκι μ΄ λάλησι όπους λαλούσις πρώτα
γυιέ μ΄ τι να λαλήσου μάτια μ΄ τι να πω τι να σας μουλουγήσου
Ήλθεν η άνοιξη μάτια μ΄ πικρή του καλουκαίρι μαύρου
γυιέ μ΄ κι του μισοκαλόκαιρου μάτια μ΄ φαρμακουμένου
Λαλούν τ΄αιδόνια στις φουλιές κι οι πέρδικις στα πλάγια».


«Πέρα σι κείνου του βουνό Σύρμου μαλαματένιου μου
πέρα σι κείνου του βουνό άιντι πιδιά μου γυαλό-γυαλό
γυιέ μ΄ στα δώθε κι στα κείθε βάρτι λιβιντάδις βάρτι
έχουν αρνιά που ψήνουντι Σύρμου μαλαματένου μου
έχουν αρνιά που ψήνουντι άιντι πιδιά μου γυαλό-γυαλό
έχουν κι ένα παλιό κρασί Σύρμου μαλαματένου μου
έχουν κι ένα παλιό κρασί άιντι πιδιά μου γυαλό-γυαλό
γυιέ μ΄ που πίν΄ τα παλικάρια βάρτι λιβιντάδις βάρτι.
Κι στου σημάδι ρίχνουνε Σύρμου μαλαματένου μου
κι στου σημάδι ρίχνουνε άιντι πιδιά μου γυαλό-γυαλό
γυιέ μ΄ κι του σημάδι παίρνουν βάρτι λιβιντάδις βάρτι».


«Μια Πασχαλιά κι μια Λαμπρή
μια ΄πίσημην ημέρα πουλάκι μ΄αμάν
μια ΄πίσημην ημέρα Αλιέξαντρι
μάνα του γυιό της στόλιζι

στην ικκλησιά να πάει πουλάκι μ΄αμάν
να πάει να μιταλάβει Αλιέξαντρι
κι η πρώτη εξαδέρφη του

τον λούζει τον χτενίζει πουλάκι μ΄αμάν
τον λούζει τον χτενίζει Αλιέξαντρι

Και κίνησαν και πήγιναν
στης ικκλησιάς την πόρτα πουλάκι μ΄αμάν
στης ικκλησιάς την πόρτα Αλιέξαντρι
και σαν τους είδι η ακκλησιά

τα κιραμίδια ρίχνει πουλάκι μ΄αμάν»
τα κιραμίδια ρίχνει Αλιέξαντρι
Γυιέ μου και που κολάστηκες

και δε σου στρέχουν τάγια πουλάκι μ΄αμάν
και δε σου στρέχουν τ΄άγια Αλιέξαντρι.»


Πρωτομαγιά των λουλουδιών

Η πρωτομαγιά στα χωριά γιορταζόταν στις εξοχές του χωριού, όπου έβγαιναν όλοι "να πιάσουν το Μάη". Μαζεύονταν παρέες παρέες και ξεκινούσαν το χάραμα. Διάλεγαν το κατάλληλο μέρος να ανάψουν φωτιά και μόλις χαλέπωναν τα κάρβουνα έψηναν το κατσίκι και ακολουθούσε γλέντι και χορός.

Κεντρικός πυρήνας της γιορτής της Πρωτομαγιάς η ανθρώπινη χαρά για την άνοιξη, η αυθόρμητη λατρεία της βλάστησης και η προσπάθεια «μετάληψης» των δυνάμεων της φύσης νε την άμεση επαφή μαζί της.

Οι κοπέλες έκοβας πρασινάδες και λουλούδια και έπλεκαν στεφάνια τα οποία κρεμούσαν στις πόρτες των σπιτιών όταν επέστρεφαν το βράδυ.


Τ΄ Άη Γιαννιού

Το βράδυ της παραμονής του Άη Γιάννη στις 21 Ιουνίου μαζεύονταν στις γειτονιές του χωριού με γέλια και τραγούδια, άναβαν μεγάλες φωτιές με ξύλα και κλαδιά που μάζευαν νωρίτερα, και όταν λιγόστευαν οι φλόγες πηδούσαν πάνω από τη φωτιά λέγοντας «Άη Γιάννη Πρόδρομε, η σντρίγα να καεί κι εγώ να μην καώ». Ήταν κι ένας τρόπος να απαλλαγούν από τις «μασντραβίτσες» (μυρμηγκιές), που τις έκοβαν και τις έριχναν στη φωτιά.

Οι κοπέλες την παραμονή έκοβαν μπουμπούκια από γαιδουράγκαθα, τα καψάλιζαν, τα ονομάτιζαν και τα φύτευαν σε γλάστρα. Άν άνοιγε κανένα ήταν σημάδι του ποιόν θα έπαιρναν γι άνδρα τους.

Αυτή την εποχή τελείωνε και “ο στρέγκλας” (το νταβάνι που όταν τσιμπούσε τα γελάδια, τα έπιανε αμόκ κι έτρεχαν σαν τρελλά σέρνοντας πίσω τους και σπάνοντας τ΄αλέτρια).

Αντίστοιχο έθιμο για το φανέρωμα του "γαμπρού" υπήρχε και στην γιορτή του Αγίου Φανουρίου στις 27 Αυγούστου, όπου στο ομώνυμο εξωκλήσι οι κοπέλες του χωριού με τη «φανουρόπιτα» στα χέρια έκαναν τάμα και περίμεναν το βράδυ να τους "φανερωθεί" ο γαμπρός στον ύπνο τους.


Πανηγύρι Οσίου Αθανασίου του ΑΘωνίτη

Στις 5 Ιουλίου στη γιορτή του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη πανηγυρίζει ο ομώνυμος ναός του Παλαιοχωρίου.

Αυτή η γιορτή καθιερώθηκε, γιατί ο ναός αυτός ανήκε στη μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, η διοίκηση της οποίας δώρισε το ναό και την γύρω περιοχή στο Παλαιοχώρι (14ος αιώνας μ.Χ.). Από τότε πανηγυρίζουμε και γιορτάζουμε αυτή τη μέρα.

Την παραμονή γίνεται εσπερινός με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων και πολλών άλλων προσκυνητών. Τη μέρα της γιορτής τελείται πανηγυρική θεία Λειτουργία και γίνεται περιφορά των εικόνων.

Μετά τη θεία Λειτουργία ακολουθεί κουρμπάνι. Το φαγητό συνήθως είναι τραΐ με πατάτες ή φασολάκια ή κριθαράκι. Το κρέας δωρίζουν οι κτηνοτρόφοι και μαγειρεύεται όλη νύχτα σε μεγάλα καζάνια. Ανήμερα της γιορτής μετά την εκκλησία αφού ευλογηθεί, προσφέρεται σε όλους, συνοδεύεται με κρασί και ακολουθεί γλέντι.



Πανηγύρι Παναγίας Γοργοϋπηκόου

Την 1η Κυριακή του Οκτωβρίου καθιερώθηκε πανήγυρις προς τιμήν της Υ.Θεοτόκου της Γοργοϋπηκόου με λιτάνευση της θαυματουργής εικόνας στους κεντρικούς δρόμους της κωμόπολης.

Η εικόνα είναι πιστό αντίγραφο της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας Γοργοϋπηκόου που βρίσκεται στη Μονή Δοχειαρίου.


Πανηγύρι Αγίων Αρχαγγέλων

Στις 8 και 9 Νοεμβρίου γιορτή των πολιούχων του χωριού μας γινόταν πανηγύρι με κουρμπάνι.

Η γιορτή ξεκινούσε την παραμονή με ολονύκτια αγρυπνία στον παλιό κοιμητηριακό ναό του Ταξιάρχη Μιχαήλ.

Οι ετοιμασίες για το κουρμπάνι γινόταν πολλές μέρες πριν. Κάθε κτηνοτρόφος δώριζε στην εκκλησία διάφορα ζώα με σκοπό να τα μαγειρέψουν με λάχανο για να φάνε οι προσκυνητές. Πολλοί κάτοικοι ήταν πρόθυμοι να πάνε να βοηθήσουν στις προετοιμασίες. Τότε ερχόταν πολύς κόσμος από τα άλλα χωριά. Δεν υπήρχαν τα κατάλληλα μέσα συγκοινωνίας και οι προσκυνητές ερχόταν πολλές μέρες πριν με τα ζώα τους, τα οποία στόλιζαν με κιλίμια.

Τη μέρα της γιορτής, μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας, όλοι περνούσαν από τα μαγειρεία με τα πιάτα τους να πάρουν φαγητό που συνόδευαν με κρασί. Καθόταν παρέες-παρέες και άρχιζε το γλέντι που κρατούσε μέχρι αργά. Το ίδιο συνεχίζονταν και την επόμενη μέρα.

Σήμερα, οι εκδηλώσεις που γίνονται είναι καθαρά θρησκευτικού χαρακτήρα. Την παραμονή της γιορτής πηγαίνουμε όλοι στον παλιό ναό του Ταξιάρχη Μιχαήλ, παίρνουμε τη θαυματουργή εικόνα του Αρχάγγελου και την μεταφέρουμε με πομπή στο ναό των Ταξιαρχών στο κέντρο του χωριού, όπου ακολουθεί Εσπερινός.

Εδώ γίνεται και η θεία Λειτουργία την άλλη ημέρα. Το απόγευμα πάλι με πομπή παίρνουμε την εικόνα και την επιστρέφουμε στον παλιό ναό, στον οποίο τελείται η θεία Λειτουργία τη δεύτερη μέρα.








Δεν υπάρχουν σχόλια: